Εμπιστεύομαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tillit, betro, trust, stoler, tilliten, stoler på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εμπιστεύομαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εμπειρογνώμων στα νορβηγικά - erfaren, ekspert, konsulent, sakkyndig, kyndig, eksperten
- εμπιστευτικός στα νορβηγικά - konfidensiell, konfidensielle, konfidensielt, fortrolig, fortrolige
- εμπιστοσύνη στα νορβηγικά - tillit, selvtillit, tilliten, tillit til, trygghet
- εμπλέκομαι στα νορβηγικά - snerr, snarl, knurre, snerre
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tillit, betro, trust, stoler, tilliten, stoler på
Μεταφράσεις: tillit, betro, trust, stoler, tilliten, stoler på