Εμπιστεύομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasitikėjimas, Trust, pasitikėjimą, pasitikėjimo, patikos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμπιστεύομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμπειρογνώμων στα λιθουανικά - nagingas, patarėjas, žinovas, konsultantas, ekspertas, ekspertų, eksperto, ...
- εμπιστευτικός στα λιθουανικά - slaptas, konfidencialus, konfidenciali, konfidencialia, konfidencialūs, konfidencialios
- εμπιστοσύνη στα λιθουανικά - įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik
- εμπλέκομαι στα λιθουανικά - reikėti, suvelti, urzgimas, niurnėti, mauroti, raizgalai
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasitikėjimas, Trust, pasitikėjimą, pasitikėjimo, patikos
Μεταφράσεις: pasitikėjimas, Trust, pasitikėjimą, pasitikėjimo, patikos