Εντυπωσιάζω στα δανικά
Μετάφραση: εντυπωσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trykke, aftryk, imponere, imponerer, indtryk, at imponere, indtryk på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντυπωσιάζω
εντυπωσιάζω συνωνυμα, εντυπωσιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εντυπωσιάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εντοπίζω στα δανικά - plads, punkt, plet, opdage, sted, klat, lokalisere, ...
- εντρυφώ στα δανικά - fryde, fryd, svælge, luxuriate, at svælge
- εντυπωσιακός στα δανικά - imponerende, flot
- εντός στα δανικά - inden, på, indenfor, i, om, inden for, under
Τυχαίες λέξεις
Εντυπωσιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trykke, aftryk, imponere, imponerer, indtryk, at imponere, indtryk på
Μεταφράσεις: trykke, aftryk, imponere, imponerer, indtryk, at imponere, indtryk på