Εντυπωσιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εντυπωσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imprima, gravar, impregnar, impressionar, imprimir, impressioná, impressionam, impressionar os
Εντυπωσιάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζω συνωνυμα, εντυπωσιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εντυπωσιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εντοπίζω στα πορτογαλικά - lugar, posicionar, nódoa, ponto, recinto, localizar, localize, ...
  • εντρυφώ στα πορτογαλικά - deleitar, prazer, delicioso, luxuriar, luxuriate
  • εντυπωσιακός στα πορτογαλικά - impressionante, impressionantes, impressive, imponente
  • εντός στα πορτογαλικά - em, murchar, dentro, dentro de, no prazo, no prazo de, no âmbito
Τυχαίες λέξεις
Εντυπωσιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: imprima, gravar, impregnar, impressionar, imprimir, impressioná, impressionam, impressionar os