Εντυπωσιάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: εντυπωσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impressionare, imprimere, stupire, colpo, impressionare i
Εντυπωσιάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζω συνωνυμα, εντυπωσιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εντυπωσιάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εντοπίζω στα ιταλικά - luogo, collocare, punto, localizzare, ufficio, macchia, posto, ...
  • εντρυφώ στα ιταλικά - gioia, incantare, delizia, diletto, lussureggiare, luxuriate, deliziarsi, ...
  • εντυπωσιακός στα ιταλικά - sensazionale, impressionante, imponente, impressionanti, suggestivo, notevole
  • εντός στα ιταλικά - dentro, entro, all'interno, in, all'interno di, nell'ambito
Τυχαίες λέξεις
Εντυπωσιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: impressionare, imprimere, stupire, colpo, impressionare i