Εντυπωσιάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εντυπωσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импресионираат, импресионира, ги импресионираат, ги импресионира, се импресионира
Εντυπωσιάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζω συνωνυμα, εντυπωσιάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εντυπωσιάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εντοπίζω στα σλαβομακεδονικά - лоцира, лоцирајте, лоцирате, лоцираат, лоцирање
  • εντρυφώ στα σλαβομακεδονικά - живеам во охолство, луксузираат, наслаждавам, се луксузираат, да се луксузираат
  • εντυπωσιακός στα σλαβομακεδονικά - импресивен, импресивна, импресивни, импресивната, импресивно
  • εντός στα σλαβομακεδονικά - во рамките на, во, во рамките, во рок од, во рок
Τυχαίες λέξεις
Εντυπωσιάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: импресионираат, импресионира, ги импресионираат, ги импресионира, се импресионира