Εντυπωσιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εντυπωσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невід'ємний, враження
Εντυπωσιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζω συνωνυμα, εντυπωσιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εντυπωσιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εντοπίζω στα ουκρανικά - пляма, люкс, цятка, місце, точка, розмістити, опублікувати, ...
  • εντρυφώ στα ουκρανικά - насолода, задоволення, індуктивний, захоплення, захоплювати, поніжитися, поніжитись
  • εντυπωσιακός στα ουκρανικά - разючий, приголомшення, приголомшливий, приголомшуючий, сенсаційний, вражаючий, вражаюче, ...
  • εντός στα ουκρανικά - утримати, утримувати, удержати, утримуватися, в, у, до, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντυπωσιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: невід'ємний, враження