Επιρρηματικός στα δανικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbiel, adverbielt, adverbialer, adverbielle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας δανικά, επιρρηματικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα δανικά - henføres, tilskrives, skyldes, kan henføres, kan tilskrives
- επιρρεπής στα δανικά - apt, lejlighed, egnet, tilbøjelige, velegnet
- επιρροή στα δανικά - indflydelse, påvirke, påvirkning, betydning, indvirkning
- επισημαίνω στα δανικά - prik, punkt, top, påpege, opmærksom på, opmærksom
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: adverbial, adverbiel, adverbielt, adverbialer, adverbielle
Μεταφράσεις: adverbial, adverbiel, adverbielt, adverbialer, adverbielle