Επιρρηματικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbialt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επιρρηματικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα νορβηγικά - tilskrives, henføres, henført, skyldes, kan tilskrives
- επιρρεπής στα νορβηγικά - apt, leiligh, egnet, tilbøyelige, tilbøyelig
- επιρροή στα νορβηγικά - innflytelse, påvirke, påvirkning, innvirkning, innflytelsen, påvirker
- επισημαίνω στα νορβηγικά - spiss, poeng, prikk, punktum, punkt, påpeke, peke ut, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: adverbial, adverbialt
Μεταφράσεις: adverbial, adverbialt