Επιρρηματικός στα ιταλικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avverbiale, adverbial, avverbiali, avverbio, avverbi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, επιρρηματικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα ιταλικά - ascrivere, attribuire, attribuibile, attribuibili, imputabile, riconducibile, imputabili
- επιρρεπής στα ιταλικά - atto, adatto, apt, appartamento, atta
- επιρροή στα ιταλικά - influsso, influenzare, influenza, influire, un'influenza, l'influenza, dell'influenza
- επισημαίνω στα ιταλικά - puntare, indicare, punto, mostrare, punta, evidenziare, sottolineare, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: avverbiale, adverbial, avverbiali, avverbio, avverbi
Μεταφράσεις: avverbiale, adverbial, avverbiali, avverbio, avverbi