Επιρρηματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijwoordelijk, bijwoordelijke, adverbiale, adverbial, bijwoordelijke bepaling
Επιρρηματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός

επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιρρηματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιρρίπτω στα ολλανδικά - toe te schrijven, toerekenbaar, te wijten, toerekenbare, toegeschreven
  • επιρρεπής στα ολλανδικά - geneigd, geschikt, bekwaam, apt, app
  • επιρροή στα ολλανδικά - invloed, inwerking, beïnvloeden, invloed van, invloed hebben, de invloed
  • επισημαίνω στα ολλανδικά - spikkel, aanduiden, stadie, tentoonspreiden, wijzen, aanwijzen, detail, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijwoordelijk, bijwoordelijke, adverbiale, adverbial, bijwoordelijke bepaling