Επιρρηματικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbială, circumstanțiale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, επιρρηματικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα ρουμανικά - atribuite, fi atribuite, atribuibile, imputabile, atribuibil
- επιρρεπής στα ρουμανικά - potrivit, apt, apt de, aptă, de natură
- επιρροή στα ρουμανικά - influenţă, influență, influența, influenta, o influență, influenței
- επισημαίνω στα ρουμανικά - punct, detaliu, arăta, semnala, subliniez, subliniază, sublinieze
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: adverbial, adverbială, circumstanțiale
Μεταφράσεις: adverbial, adverbială, circumstanțiale