Επιρρηματικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határozói, határozói bővítmény, határozós, helyhatározói, a határozói
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιρρηματικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα ουγγρικά - tulajdonítható, felróható, tudható, tulajdoníthatók
- επιρρεπής στα ουγγρικά - hajlamos, apt, lakás, az apt, találó
- επιρροή στα ουγγρικά - hatalom, befolyás, hatása, befolyása, befolyást, befolyásolja
- επισημαίνω στα ουγγρικά - pontérték, ceruzahegy, konnektor, ponteredmény, jellemvonás, rámutat, rámutatni, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: határozói, határozói bővítmény, határozós, helyhatározói, a határozói
Μεταφράσεις: határozói, határozói bővítmény, határozós, helyhatározói, a határozói