Επιρρηματικός στα τσεχικά
Μετάφραση: επιρρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
adverbiální, příslovečný, příslovečným, příslovečné, příslovečné určení
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός
επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας, επιρρηματικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, επιρρηματικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- επιρρίπτω στα τσεχικά - připsat, přisuzovat, přičítat, připadající, přiřaditelné, přičíst, přisoudit
- επιρρεπής στα τσεχικά - způsobilý, vhodný, schopný, výstižný, nakloněný, apt
- επιρροή στα τσεχικά - účinek, ovlivňovat, vliv, ovlivnit, působit, využít, vlivu, ...
- επισημαίνω στα τσεχικά - tečka, místo, cíl, čárka, zaostřit, rydlo, ukazovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρηματικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: adverbiální, příslovečný, příslovečným, příslovečné, příslovečné určení
Μεταφράσεις: adverbiální, příslovečný, příslovečným, příslovečné, příslovečné určení