Επισκοπή στα δανικά
Μετάφραση: επισκοπή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stift, bispedømme, bispedømmet, diocese, stiftet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισκοπή
επισκοπή ηράκλειο, επισκοπή ρωγών, επισκοπή νάουσας, επισκοπή ηράκλειο 70008, επισκοπή ημαθίας, επισκοπή λεξικό γλώσσας δανικά, επισκοπή στα δανικά
Μεταφράσεις
- επισκευή στα δανικά - reparere, reparation, reparationer, reparations-, reparationen
- επισκιάζω στα δανικά - dværg, overstråle, overskygge, overgå, at overstråle, overstråler
- επισκόπηση στα δανικά - undersøgelse, undersøgelsen, oversigt, syn
- επισπεύδω στα δανικά - hastighed, hast, fart, HIE, hic, hyp, VLADISLAVAS
Τυχαίες λέξεις
Επισκοπή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stift, bispedømme, bispedømmet, diocese, stiftet
Μεταφράσεις: stift, bispedømme, bispedømmet, diocese, stiftet