Επισκοπή στα ισλανδικά
Μετάφραση: επισκοπή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
biskupsdæmi, biskupsdæmið, kaþólsku, kaþólsku kirkjunni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισκοπή
επισκοπή ηράκλειο, επισκοπή ρωγών, επισκοπή νάουσας, επισκοπή ηράκλειο 70008, επισκοπή ημαθίας, επισκοπή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επισκοπή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επισκευή στα ισλανδικά - endurbót, laga, bæta, viðgerð, viðgerðir, gera, gera við, ...
- επισκιάζω στα ισλανδικά - dvergur, outshine
- επισκόπηση στα ισλανδικά - könnun, Könnunin, könnuninni, yfirlit, könnun sem
- επισπεύδω στα ισλανδικά - hraði, toftir
Τυχαίες λέξεις
Επισκοπή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: biskupsdæmi, biskupsdæmið, kaþólsku, kaþólsku kirkjunni
Μεταφράσεις: biskupsdæmi, biskupsdæmið, kaþólsku, kaþólsku kirkjunni