Επιτακτικός στα δανικά
Μετάφραση: επιτακτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
autoritativ, autoritative, autoritativt, gyldighed, officiel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτακτικός
απαιτητικός συνωνυμο, επικριτικός λεξικο, επιτακτικός συνώνυμα, επιτακτικός ετυμολογία, απαιτητικός αγγλικά, επιτακτικός λεξικό γλώσσας δανικά, επιτακτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιτίθεμαι στα δανικά - angribe, angreb, lange ud, lash, at lange ud, piskeslag, give piskeslag
- επιταγή στα δανικά - check, bankanvisning, kontrollere, tjekke, checke, tjek
- επιταχύνω στα δανικά - hastighed, hastigheden, speed, fart
- επιτελείο στα δανικά - personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
Τυχαίες λέξεις
Επιτακτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: autoritativ, autoritative, autoritativt, gyldighed, officiel
Μεταφράσεις: autoritativ, autoritative, autoritativt, gyldighed, officiel