Επιτακτικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιτακτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autoritetingas, autoritetingų, galią, autoritetinga, autoritetingą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτακτικός
απαιτητικός συνωνυμο, επικριτικός λεξικο, επιτακτικός συνώνυμα, επιτακτικός ετυμολογία, απαιτητικός αγγλικά, επιτακτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτακτικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιτίθεμαι στα λιθουανικά - užpuolimas, užpulti, ataka, išprievartavimas, prapliupti, staiga paspirti, Ginčai pinigais
- επιταγή στα λιθουανικά - čekis, patikrinti, tikrinti, patikrinkite
- επιταχύνω στα λιθουανικά - greitis, greičio, spartos, greitį, sparta
- επιτελείο στα λιθουανικά - personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
Τυχαίες λέξεις
Επιτακτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: autoritetingas, autoritetingų, galią, autoritetinga, autoritetingą
Μεταφράσεις: autoritetingas, autoritetingų, galią, autoritetinga, autoritetingą