Επιτακτικός στα σουηδικά
Μετάφραση: επιτακτικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intensiv, obligatorisk, auktoritativa, auktoritativ, auktoritativt, officiell, auktoritära
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτακτικός
απαιτητικός συνωνυμο, επικριτικός λεξικο, επιτακτικός συνώνυμα, επιτακτικός ετυμολογία, απαιτητικός αγγλικά, επιτακτικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιτακτικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επιτίθεμαι στα σουηδικά - anfall, överfalla, angrepp, anfalla, angripa, piska ut, surra ut, ...
- επιταγή στα σουηδικά - check, kontrollera, ta, ta en, kolla, checka
- επιταχύνω στα σουηδικά - accelerera, påskynda, hastighet, hastigheten, hastighets
- επιτελείο στα σουηδικά - kasta, personal, personalen, anställda, personal som
Τυχαίες λέξεις
Επιτακτικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: intensiv, obligatorisk, auktoritativa, auktoritativ, auktoritativt, officiell, auktoritära
Μεταφράσεις: intensiv, obligatorisk, auktoritativa, auktoritativ, auktoritativt, officiell, auktoritära