Επιτακτικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιτακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinber, viðurkennd
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτακτικός
απαιτητικός συνωνυμο, επικριτικός λεξικο, επιτακτικός συνώνυμα, επιτακτικός ετυμολογία, απαιτητικός αγγλικά, επιτακτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιτακτικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιτίθεμαι στα ισλανδικά - árás, áhlaup, ásækja, sókn, Lash út
- επιταγή στα ισλανδικά - ávísun, tékki, athuga, athugaðu, að athuga, stöðva, athuga með
- επιταχύνω στα ισλανδικά - hraði, hraða, innifalin, aukagjald, herbergjum
- επιτελείο στα ισλανδικά - kast, kasta, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
Τυχαίες λέξεις
Επιτακτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: opinber, viðurkennd
Μεταφράσεις: opinber, viðurkennd