Επουλώνω στα δανικά

Μετάφραση: επουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
helbrede, hele, at helbrede, heles, heale
Επουλώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επουλώνω

απλώνω συνώνυμο, επουλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, επουλώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εποπτεύω στα δανικά - overvåge, føre tilsyn, tilsyn, føre tilsyn med, tilsyn med
  • επουλώνομαι στα δανικά - ar, skæmmer, arret, at ar
  • επουράνιος στα δανικά - himmelske, Heavenly, vor himmelske, himmelsk, min himmelske
  • επουσιώδης στα δανικά - uvæsentlig, uvæsentligt, irrelevant, immateriel, uvæsentlige
Τυχαίες λέξεις
Επουλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: helbrede, hele, at helbrede, heles, heale