Επουλώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: επουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyileşmek, iyileştirmek, iyileşmesi, iyileşir, heal
Επουλώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επουλώνω

απλώνω συνώνυμο, επουλώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, επουλώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εποπτεύω στα τούρκικα - denetlemek, denetleyecek, denetler, nezaret, denetleme
  • επουλώνομαι στα τούρκικα - iyileşmek, iyileştirmek, kapanmak, kabuk bağlamak
  • επουράνιος στα τούρκικα - tanrısal, göksel, ilahi, heavenly, cennetsi, Göksel bir
  • επουσιώδης στα τούρκικα - önemsiz, maddi olmayan, manevi, maddi, önemsizdir
Τυχαίες λέξεις
Επουλώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iyileşmek, iyileştirmek, iyileşmesi, iyileşir, heal