Ευερέθιστος στα δανικά

Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overgearet, ophidset, samledes, exciterbare, exciteres
Ευερέθιστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος

ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας δανικά, ευερέθιστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευελπιστώ στα δανικά - håb, håbe, håber
  • ευεπηρέαστος στα δανικά - passible
  • ευεργετικός στα δανικά - gavnlig, gavnlige, gavnligt, gavn, til gavn
  • ευημερία στα δανικά - velstand, fremgang, velfærd, velstanden
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overgearet, ophidset, samledes, exciterbare, exciteres