Ευερέθιστος στα πολωνικά
Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drażliwy, kolczasty, ciernisty, pobudliwy, nerwowy, pobudliwe, excitable, pobudliwa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος
ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευερέθιστος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ευελπιστώ στα πολωνικά - spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję
- ευεπηρέαστος στα πολωνικά - wrażliwy, cierpiętliwy, passible
- ευεργετικός στα πολωνικά - pożyteczny, zbawienny, dobroczynny, korzystny, korzystne, korzystna, korzyści
- ευημερία στα πολωνικά - koniunktura, pomyślność, dostatek, powodzenie, dobrobyt, dobrobytu, zamożność
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: drażliwy, kolczasty, ciernisty, pobudliwy, nerwowy, pobudliwe, excitable, pobudliwa
Μεταφράσεις: drażliwy, kolczasty, ciernisty, pobudliwy, nerwowy, pobudliwe, excitable, pobudliwa