Ευερέθιστος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
excitable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος
ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευερέθιστος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ευελπιστώ στα ισλανδικά - eftirvænting, von, vona, vona að, vonum, vonumst
- ευεπηρέαστος στα ισλανδικά - passible
- ευεργετικός στα ισλανδικά - gagnleg, gagnlegur, gagnlegt, góðs, til góðs
- ευημερία στα ισλανδικά - hagsæld, velmegun, velsæld, farsæld, velgengni
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: excitable
Μεταφράσεις: excitable