Ευερέθιστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevoelig, lichtgeraakt, prikkelbaar, excitable, opgewonden, prikkelbare, exciteerbaar
Ευερέθιστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος

ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευερέθιστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευελπιστώ στα ολλανδικά - hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
  • ευεπηρέαστος στα ολλανδικά - passible
  • ευεργετικός στα ολλανδικά - gezond, voordelig, heilzaam, gunstig, gunstige, nuttig
  • ευημερία στα ολλανδικά - welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gevoelig, lichtgeraakt, prikkelbaar, excitable, opgewonden, prikkelbare, exciteerbaar