Ευερέθιστος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excitável, excitáveis, excitable, emotivo, excitado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος
ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευερέθιστος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευελπιστώ στα πορτογαλικά - buzina, esperança, esperar, espero, esperamos, espero que
- ευεπηρέαστος στα πορτογαλικά - passible, passível, passíveis, Passivo
- ευεργετικός στα πορτογαλικά - benéfico, benéfica, benéficos, benéficas, beneficiário
- ευημερία στα πορτογαλικά - sucesso, prosperar, prosperidade, a prosperidade, da prosperidade, de prosperidade, riqueza
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: excitável, excitáveis, excitable, emotivo, excitado
Μεταφράσεις: excitável, excitáveis, excitable, emotivo, excitado