Ευερέθιστος στα σουηδικά
Μετάφραση: ευερέθιστος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exciterbara, exciterbar, retbara, excitable, lättretlig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευερέθιστος
ευερέθιστος συνώνυμο, ευερέθιστος τι σημαινει, ευερέθιστος λεξικο, ευερέθιστος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευερέθιστος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ευελπιστώ στα σουηδικά - förhoppning, hoppas, hoppas att, hopp, hoppas på
- ευεπηρέαστος στα σουηδικά - passible
- ευεργετικός στα σουηδικά - nyttig, välgörande, fördelaktigt, fördelaktig, gynnsam, till nytta
- ευημερία στα σουηδικά - välgång, välstånd, framgång, medgång, välståndet, välfärd, välfärden
Τυχαίες λέξεις
Ευερέθιστος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: exciterbara, exciterbar, retbara, excitable, lättretlig
Μεταφράσεις: exciterbara, exciterbar, retbara, excitable, lättretlig