Εφευρέτης στα δανικά
Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfinder, opfinderen, opfinderens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας δανικά, εφευρέτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- εφεδρικός στα δανικά - anmelde, reservere, bestille, backup, sikkerhedskopi, sikkerhedskopiering, sikkerhedskopien
- εφεκτικός στα δανικά - forsigtig, efektikos
- εφευρίσκω στα δανικά - opfinde, udtænke, udtænke en, at opfinde, Stand til
- εφευρετικός στα δανικά - opfindsomme, opfindsom, ifølge opfindelsen, opfindelsen, opfinderiske
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opfinder, opfinderen, opfinderens
Μεταφράσεις: opfinder, opfinderen, opfinderens