Εφευρέτης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынаходнік, вынаходца
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εφευρέτης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εφεδρικός στα λευκορωσικά - рэзервовая, рэзервная
- εφεκτικός στα λευκορωσικά - efektikos
- εφευρίσκω στα λευκορωσικά - ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць
- εφευρετικός στα λευκορωσικά - вынаходлівы, хітры
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вынаходнік, вынаходца
Μεταφράσεις: вынаходнік, вынаходца