Εφευρέτης στα ισλανδικά

Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppfinningamaður, uppfinningamaðurinn
Εφευρέτης στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρέτης

εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εφευρέτης στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εφεδρικός στα ισλανδικά - öryggisafrit, varabúnaður, afrit, öryggisafrit af, taka öryggisafrit
  • εφεκτικός στα ισλανδικά - efektikos
  • εφευρίσκω στα ισλανδικά - contrive
  • εφευρετικός στα ισλανδικά - frumlega, frumleg, uppfinningasami, hugvitssamur, hugmyndaríkur
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: uppfinningamaður, uppfinningamaðurinn