Εφευρέτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvinder, de uitvinder, bedenker, uitvinder van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εφευρέτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εφεδρικός στα ολλανδικά - aanvragen, bestellen, boeken, intekenen, openhouden, bewaren, bespreken, ...
- εφεκτικός στα ολλανδικά - voorzichtig, behoedzaam, efektikos
- εφευρίσκω στα ολλανδικά - uitvinden, bedenken, verzinnen, uitdenken, bekokstoven, beramen, contrive
- εφευρετικός στα ολλανδικά - vindingrijk, inventieve, inventief, uitvinderswerkzaamheid, de uitvinding
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitvinder, de uitvinder, bedenker, uitvinder van
Μεταφράσεις: uitvinder, de uitvinder, bedenker, uitvinder van