Εφευρέτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išradėjas, išradėjui, išradėjo, išradėju
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εφευρέτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εφεδρικός στα λιθουανικά - atsarginės, atsarginę kopiją, atsarginę, atsarginės kopijos, atsarginė
- εφεκτικός στα λιθουανικά - efektikos
- εφευρίσκω στα λιθουανικά - gudrauti, įsigudrinti, išsigudrinti, Wykombinować, Wycyrklować
- εφευρετικός στα λιθουανικά - išradingas, išradimo, išradingi, išradinga, išradingesnė
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išradėjas, išradėjui, išradėjo, išradėju
Μεταφράσεις: išradėjas, išradėjui, išradėjo, išradėju