Εφευρέτης στα ιταλικά
Μετάφραση: εφευρέτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inventore, dell'inventore, ideatore, l'inventore, inventato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρέτης
εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης φωτογραφικής μηχανής, εφευρέτης του αεροπλάνου, εφευρέτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, εφευρέτης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εφεδρικός στα ιταλικά - riserbo, riservatezza, riserva, impegnare, riservare, prenotare, di riserva, ...
- εφεκτικός στα ιταλικά - guardingo, prudente, circospetto, cauto, efektikos
- εφευρίσκω στα ιταλικά - inventare, escogitare, ideare, contrive, di escogitare
- εφευρετικός στα ιταλικά - inventivo, inventiva, creativa, invenzione, creativo
Τυχαίες λέξεις
Εφευρέτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inventore, dell'inventore, ideatore, l'inventore, inventato
Μεταφράσεις: inventore, dell'inventore, ideatore, l'inventore, inventato