Καρυκεύω στα δανικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aroma, krydderi, Spice, krydderier, krydderiet, af Spice
Καρυκεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας δανικά, καρυκεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα δανικά - fælde, fælden, trap, fange
  • καρτερία στα δανικά - tålmodighed, udholdenhed, holdbarhed, endurance, udholdenhedstræning
  • καρφί στα δανικά - nagle, søm, negl, nail, negle, neglen
  • καρφίτσα στα δανικά - broche
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aroma, krydderi, Spice, krydderier, krydderiet, af Spice