Καρυκεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спецыі, спэцыі
Καρυκεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καρυκεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα λευκορωσικά - пастка
  • καρτερία στα λευκορωσικά - цягавітасць, вынослівасць, трываласць, трываласьць
  • καρφί στα λευκορωσικά - ногаць, гвоздь, цвік, цьвік
  • καρφίτσα στα λευκορωσικά - шпiлька, брошка, брошку
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спецыі, спэцыі