Καρυκεύω στα λετονικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garšviela, aromāts, garša, spice, garšvielu, garšaugu, garšvielas
Καρυκεύω στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας λετονικά, καρυκεύω στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα λετονικά - lamatas, slazds, slazdu, iespiešanu, zivju krātiņveida lamatu uzstādīšanas
  • καρτερία στα λετονικά - iecietība, pacietība, atturība, izturība, izturības, izturību, lēninātāja
  • καρφί στα λετονικά - nagla, nags, nagu, nail, naglu, naga
  • καρφίτσα στα λετονικά - sakta, spraudīte, piespraude, kniepadata, broša, piespraudes, saktu, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: garšviela, aromāts, garša, spice, garšvielu, garšaugu, garšvielas