Καρυκεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spezia, spezie, di spezie, spice, delle spezie
Καρυκεύω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καρυκεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα ιταλικά - imboscata, appostamento, agguato, trappola, trap, intrappolare, trappola per, ...
  • καρτερία στα ιταλικά - costanza, pazienza, sopportazione, resistenza, la resistenza, durata, di resistenza, ...
  • καρφί στα ιταλικά - unghia, chiodo, inchiodare, unghie, del chiodo, nail
  • καρφίτσα στα ιταλικά - spilla, spillo, perno, brooch, spilla di, del brooch, spilla in
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: spezia, spezie, di spezie, spice, delle spezie