Καρυκεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зачин, зачини, зачинот, зачините
Καρυκεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καρυκεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα σλαβομακεδονικά - стапица, стапицата, замка, замката, фатат
  • καρτερία στα σλαβομακεδονικά - издржливост, на издржливост, издржливоста, истрајност, истрајноста
  • καρφί στα σλαβομακεδονικά - клинецот, ноктите, шајка, нокти, ноктот, помине
  • καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά - брош, брошка
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: зачин, зачини, зачинот, зачините