Καρυκεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krydd, Spice, kryddi, Hressa, krydd er
Καρυκεύω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καρυκεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα ισλανδικά - fyrirsát, gildru, gildra, gildran, Trap
  • καρτερία στα ισλανδικά - þreyja, þrek, úthald, þolgæði, þol, þolgæðið
  • καρφί στα ισλανδικά - hnappur, nagli, nagla, nöglum, nöglin, neglurnar
  • καρφίτσα στα ισλανδικά - brjóstnál, brooch, brjóstnælu
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: krydd, Spice, kryddi, Hressa, krydd er