Κονδύλωμα στα δανικά
Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vorte, vorter, vorten, wart, med vorter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα
κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας δανικά, κονδύλωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κομψός στα δανικά - elegant, elegante
- κομψότητα στα δανικά - elegance, elegante, elegant
- κονιάκ στα δανικά - brandy, cognac, cognacfarvet, cognac til
- κονκάρδα στα δανικά - kokarden, cockade
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vorte, vorter, vorten, wart, med vorter
Μεταφράσεις: vorte, vorter, vorten, wart, med vorter