Κονδύλωμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Varta, Wart
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα
κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κονδύλωμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κομψός στα ισλανδικά - fínn, glæsilegur, glæsilegt, glæsileg, glæsilega, glæsilegri
- κομψότητα στα ισλανδικά - glæsileika, Elegance, glæsileiki, Eleganza, fágun
- κονιάκ στα ισλανδικά - Cognac, koníak, koníaki, Koníakskrydduð
- κονκάρδα στα ισλανδικά - cockade
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Varta, Wart
Μεταφράσεις: Varta, Wart