Κονδύλωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
siğil, wart, siğilin, siğili
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα
κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, κονδύλωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κομψός στα τούρκικα - şık, azaltmak, zarif, zarif bir, şık bir
- κομψότητα στα τούρκικα - zarafet, Elegance, zerafet, şıklık, zarafeti
- κονιάκ στα τούρκικα - konyak, Cognac, Konyaklar, kanyak, bir konyak
- κονκάρδα στα τούρκικα - rozet, nişan, kokart, cockade, kokartı, kokard, kokartı alan
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: siğil, wart, siğilin, siğili
Μεταφράσεις: siğil, wart, siğilin, siğili