Κόκαλο στα δανικά
Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόκαλο
κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας δανικά, κόκαλο στα δανικά
Μεταφράσεις
- κωπηλατώ στα δανικά - ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, ...
- κόβω στα δανικά - skære, sever, bryde, adskille, afskære, skille
- κόκκινος στα δανικά - rød, røde, rødt, red
- κόκκος στα δανικά - korn, kornet, ris, langkornet
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet
Μεταφράσεις: knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet