Κόκαλο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коска, коските, коскена, коскената, коски
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόκαλο
κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κόκαλο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κωπηλατώ στα σλαβομακεδονικά - кану, кајакарство, кајак
- κόβω στα σλαβομακεδονικά - заостри, пресечат, пресекуваат, прекине, ги прекине
- κόκκινος στα σλαβομακεδονικά - црвена, црвено, црвени, црвениот, црвен
- κόκκος στα σλαβομακεδονικά - жито, зрно, житото, зрна, житни
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: коска, коските, коскена, коскената, коски
Μεταφράσεις: коска, коските, коскена, коскената, коски