Κόκαλο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
osso, óssea, ósseo, ossos, do osso
Κόκαλο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόκαλο

κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κόκαλο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κωπηλατώ στα πορτογαλικά - vez, alar, turno, fileira, linha, rotina, cauda, ...
  • κόβω στα πορτογαλικά - diminuir, costumes, cortar, pele, golpear, rachar, corte, ...
  • κόκκινος στα πορτογαλικά - vermelho, rectificar, rubro, vermelha, vermelhos, red, vermelhas
  • κόκκος στα πορτογαλικά - semente, cereais, grão, graduar, graduado, grãos, de grãos, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: osso, óssea, ósseo, ossos, do osso