Λευκαντικό στα δανικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blegemiddel, klorvand, blegemidler, blege, bleach
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας δανικά, λευκαντικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα δανικά - snavset, bedraggled, jasket, tilsølede, jagtet
- λερώνω στα δανικά - klat, plet, besmear
- λευκοπλάστης στα δανικά - tape, klæbebånd, klæbende tape, selvklæbende tape, klæbestrimmel
- λευκό στα δανικά - hvid, hvidt, hvide, white
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blegemiddel, klorvand, blegemidler, blege, bleach
Μεταφράσεις: blegemiddel, klorvand, blegemidler, blege, bleach