Λευκαντικό στα ουγγρικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fehérítő, fehérítőt, fehérítőszer, szőkítő, fehérítőszert
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λευκαντικό στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα ουγγρικά - disznó, alávaló, koszos, maszatos, rongyos, besározott
- λερώνω στα ουγγρικά - díszelvonulás, megken
- λευκοπλάστης στα ουγγρικά - gipszvakolat, flastrom, ragasztószalag, ragasztószalaggal, ragasztószalagot, ragasztócsík, ragasztócsíkkal
- λευκό στα ουγγρικά - ártalmatlan, polírozatlan, fehérizzó, színtelen, fehérruhás, fehéráru, kommunistaellenes, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fehérítő, fehérítőt, fehérítőszer, szőkítő, fehérítőszert
Μεταφράσεις: fehérítő, fehérítőt, fehérítőszer, szőkítő, fehérítőszert