Λευκαντικό στα ουκρανικά

Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбілювати, знебарвлювати, відбілювач, вибілювач, відбілювача, отбеливатель
Λευκαντικό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκαντικό

λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λευκαντικό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λερωμένος στα ουκρανικά - радіоактивний, брудний, забризканий, заляпаний, забризганий
  • λερώνω στα ουκρανικά - дефіле, пляму, розбещувати, опоганювати, пляма, профанувати, бруднити, ...
  • λευκοπλάστης στα ουκρανικά - плазма, скотч, ськотч
  • λευκό στα ουκρανικά - крихта, білий, біла, біле
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відбілювати, знебарвлювати, відбілювач, вибілювач, відбілювача, отбеливатель