Λευκαντικό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбельвальнік, адбельнік
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λευκαντικό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα λευκορωσικά - брудны, запырсканы, абпырсканы
- λερώνω στα λευκορωσικά - пэцкаць, запэцкаць, пэцкаць рукі
- λευκοπλάστης στα λευκορωσικά - скотч, скотчам, тут скотчам
- λευκό στα λευκορωσικά - белы, пусты, белый
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адбельвальнік, адбельнік
Μεταφράσεις: адбельвальнік, адбельнік